Το Τσέρι βρίσκεται νότια της Λευκωσίας, κάπου οκτώ χιλιόμετρα από αυτή και συνορεύει στα βόρεια με το Στρόβολο, στ' ανατολικά με τα Λατσιά, στα δυτικά με τη Δευτερά, βορειοδυτικά με τη Λακατάμια και στα νότια με τον Αναλυόντα, Μαρκί και Κοτσιάτη. Από την ίδρυσή του μέχρι τις μέρες μας, είχε μόνιμα πληθυσμιακή αύξηση και σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, οι κάτοικοι του πλησιάζουν τις έξι χιλιάδες.
Το Τσέρι είναι μια νέα κοινότητα ηλικίας όχι μεγαλύτερης των 250 χρόνων, ιδρυμένη κατά την περίοδο της ύστερης τουρκοκρατίας στην Κύπρο. Παρά το γεγονός ότι κάποιοι ιστορικοί των μεσαιωνικών χρόνων , όπως Μας ντε Λατρίς κι ο Φλώριος Βουστρώνιος κάνουν αναφορά του τοπωνυμίου Τσέρι, ο πρώτος ότι υπήρχε από το 1190 κι ο δεύτερος ότι στα μέσα του δέκατου πέμπτου αιώνα, δόθηκε ως φέουδο στον Ιωάννη ντε Λήδρο, το χωριό δεν σημειώνεται σε παλιούς χάρτες της Κύπρου, ούτε γίνονται αναφορές του σε μεσαιωνικές πηγές. Άλλωστε είναι γνωστό πως η πρώτη ονομασία της κοινότητας δεν ήταν Τσέρι, αλλά Ξέρη, όνομα που χρησιμοποιείτο μέχρι και τα χρόνια της αγγλοκρατίας.
Η ιστορία του χωριού είναι περισσότερο γνωστή κατά τους δύο τελευταίους αιώνες, όπως αυτό μαρτυρείται μέσα από τα κατάστιχα της Ιεράς Αρχιεπισκοπής, τα κρατικά αρχεία και αρχεία βιβλιοθηκών. Από τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας της η κοινότητα κατοικήθηκε από Έλληνες, ενώ για μια περίοδο γύρω στο 1861, που το χωριό δόθηκε από τους Τούρκους στον Mehmed για τον Ahmed( πληροφορία από τα αρχεία της Εθνικής βιβλιοθήκης της Σόφιας 1571-1878) εγκαταστάθηκαν και μερικοί Τούρκοι, αλλά για μικρή περίοδο. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας το Τσέρι διοικητικά υπαγόταν στον Καζάν Κυθρέας.
Οι πρώτοι κάτοικοι ήταν ορισμένοι βοσκοί (πρώτος αναφέρεται ο Γιάννουκκος) οι οποίοι αρχικά έκτισαν τις μάντρες τους, γύρω στο 1750 μ.χ.
Για την προέλευση των πρώτων κατοίκων υπάρχουν δυο εκδοχές. Η πρώτη αναφέρει πως αυτοί προέρχονταν από το γειτονικό χωριό Καμπιά, ενώ η δεύτερη αναφέρει, πως το χωριό κατοικήθηκε από τους τελευταίους κατοίκους του χωριού Τρυπί, το οποίο βρισκόταν στη νότια πλευρά του Τσεριού, κάπου ενάμισι χιλιόμετρο από αυτό. Το Τρυπί σημειώνεται σε παλιούς χάρτες της Κύπρου των χρονολογιών 1573 και 1650 μ. χ. Σε μικρή απόσταση από το Τρυπί, ήταν κτισμένος μεσαιωνικός οικισμός στην τοποθεσία «Λυσατζιά» πράγμα που μαρτυρείται από αρχαιολογικά ευρήματα του Τμήματος Αρχαιοτήτων Κύπρου.
Πληροφορίες ηλικιωμένων προσώπων της κοινότητας, αναφέρουν ως πρώτες τις πιο κάτω οκτώ οικογένειες, οι οποίες αποτέλεσαν και τον πρώτο πυρήνα δημιουργίας του Τσεριού:
Η έκταση του Τσερίου ανέρχεται στα 2710 εκτάρια και σε αυτή συγκεντρώνονται ή προβλέπεται να συγκεντρωθούν διάφορες χρήσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η κτηνοτροφική περιοχή, η βιομηχανική ζώνη, η βιοτεχνική ζώνη, το πεδίο βολής της Εθνικής φρουράς, το στρατόπεδο, μέρος του σκοπευτηρίου, διάφορα λατομεία, το αεροδρόμιο ελαφράς αεροπορίας και οι εγκαταστάσεις της Α.Η.Κ. Η βιοτεχνική ζώνη Τσερίου, βρίσκεται στα ανατολικά του πυρήνα της κοινότητας και εφάπτεται της βασικής αρτηρίας, που έχει πρόσφατα βελτιωθεί και συνδέει το Τσέρι με τον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας – Λεμεσού. Σήμερα στη βιομηχανική ζώνη, στεγάζονται βιοτεχνικά – αποθηκευτικά υποστατικά, τα οποία είναι διάσπαρτα στο χώρο της ζώνης. Στην κοινότητα υπάρχουν περισσότερες των 50 βιοτεχνιών και εργαστηρίων, τα οποία έχουν ανεγερθεί στις οικιστικές ζώνες. Από το 1996 έχει καθοριστεί, στο Τσέρι, βιοτεχνική ζώνη, η οποία βρίσκεται δυτικά της βιομηχανικής και σε απόσταση περίπου 80 μέτρων από την οικιστική ζώνη. Η ανάπτυξη του βιομηχανικού τομέα στο Τσέρι, παρουσιάζει συγκριτικά πλεονεκτήματα, σε σχέση με την περιοχή του Τοπικού σχεδίου Λευκωσίας, όσον αφορά την εύκολη οδική προσπέλαση προς αυτή , λόγω της γεωγραφικής θέσης του Τσερίου, σε σχέση με το προγραμματιζόμενο εθνικό οδικό δίκτυο και τους δρόμους πρωταρχικής σημασίας που το περιβάλλουν.
Σύμφωνα με τη Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια (εκδ. 1989), το Τσέρι πήρε το όνομά του από τη λέξη «τζιερίν» (κερί) λόγω των πολλών μελισσιών τα οποία παρήγαγαν μέλι και κερί. Άλλες εκδοχές υποδηλούν ότι το όνομα προήλθε από το τοπωνύμιο «Ξέρι», το οποίο προηγήθηκε της ονομασίας «Τσέρι» και πιστεύεται ότι προήλθε από την έλλειψη υδάτινων πόρων που χαρακτήριζε ανέκαθεν την περιοχή. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, το χωριό ήταν αρχικά κτισμένο στην περιοχή «Τρυπί» που βρίσκεται σήμερα προς τα νότια και συνορεύει με τις κοινότητες Μαρκίου και Αναλυόντα. Η περιοχή «Τρυπί» αναφέρεται σε χάρτες του 16ου και 17ου αιώνα. Και οι δύο ονομασίες αναφέρονται σε επίσημα έγγραφα σε διάφορες περιόδους. Η ονομασία «Ξέρι» συναντάται τόσο σε πιστοποιητικά γέννησης και τίτλους ιδιοκτησίας μέχρι τη δεκαετία του 1960, όσο και σε σημερινούς τοπογραφικούς χάρτες. Η ονομασία «Τσέρι» συναντάται σε έγγραφα της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου το 1820 (Κώστας Παπαγεωργίου, Τσέρι, από χωριό σε προάστιο, 1991 και Σοφοκλής Κάκουρος, Μια περασμένη εποχή, 1991)
Στο παρελθόν, οι κάτοικοι του χωριού ασχολήθηκαν με παραδοσιακά επαγγέλματα, όπως του κατασκευαστή «τσέστων», «σαρκών», «φρουκαλιών» τη δημιουργία χειροποίητων κεντημάτων και με την παρασκευή του χαλουμιού, αλλά και της ελαιοκαλλιέργειας και παραγωγής ελαιόλαδου. Κάποιες από αυτές τις δραστηριότητες ασκούνταν παράλληλα και με άλλες αγροτικές εργασίες. Το Τσέρι έχει να επιδείξει έργα κεντητικής, κυρίως πλουμιά με βελόνι και σμιλί. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό είναι το «τσεριώτικο κλόσι», το οποίο κοσμούσε το άκρο των κεντημάτων, συνήθως των τραπεζομάντιλων, των «δισκόρουχων» και των πετσετών.. Στο Τσέρι συναντιόνται τα παραδοσιακά έθιμα που εμφανίζονται σε διάφορες περιοχές της Κύπρου μεταξύ αυτών και τα Πασχαλινά Παιχνίδια. Την Κυριακή του Πάσχα, συγκεντρώνονταν στην πλατεία δίπλα από την εκκλησία και τα καφενεία της κοινότητας. Για πολλά χρόνια, μέχρι και το 1974, διαδραματιζόταν και το πρωτότυπο έθιμο του κεράσματος. Ο κάθε Τσεριώτης έπρεπε να κεράσει κάτι στους συγγενείς, τους φίλους και γνωστούς. Συνήθως ένα ποτήρι με τριαντάφυλλο (ποτό), ένα λουκούμι, δυο καραμέλες ή κάτι άλλο. Σήμερα, τα Παιχνίδια της Λαμπρής, αναβιώνουν κάθε Κυριακή του Πάσχα, με την πρωτοβουλία της Τοπικής Αρχής, πολιτών και οργανωμένων συνόλων και την ενεργό συμμετοχή κατοίκων και επισκεπτών.
Για την προέλευση των πρώτων κατοίκων υπάρχουν δυο εκδοχές. Η πρώτη αναφέρει πως αυτοί προέρχονταν από το γειτονικό χωριό Καμπιά, ενώ η δεύτερη αναφέρει, πως το χωριό κατοικήθηκε από τους τελευταίους κατοίκους του χωριού Τρυπί, το οποίο βρισκόταν στη νότια πλευρά του Τσεριού, κάπου ενάμισι χιλιόμετρο από αυτό. Το Τρυπί σημειώνεται σε παλιούς χάρτες της Κύπρου των χρονολογιών 1573 και 1650 μ. χ. Σε μικρή απόσταση από το Τρυπί, ήταν κτισμένος μεσαιωνικός οικισμός στην τοποθεσία «Λυσατζιά» όπως μαρτυρείται από αρχαιολογικά ευρήματα του Τμήματος Αρχαιοτήτων Κύπρου. Για μεγάλες χρονικές περιόδους, η ελαιοκαλλιέργεια, αποτελούσε μια από τις κύριες ασχολίες των κατοίκων. Ο κυριότερος λόγος που φέρεται να ώθησε τους κατοίκους στην καλλιέργεια της ελιάς, ήταν η ύπαρξη μιας φραγκοελιάς, στην νοτιοανατολική μεριά του χωριού. Οι κάτοικοι αποφάσισαν και φύτεψαν λίγα ελαιόδεντρα, αφού αυτά ευδοκιμούσαν στον τόπο. Έφεραν άγριες ελιές από το γειτονικό δάσος του Μαχαιρά και φύτεψαν στην αρχή γύρω στα είκοσι. Τον επόμενο χρόνο τα ελαιόδεντρα έγιναν σαράντα, τον τρίτο χρόνο εκατό και έτσι σε μια δεκαετία, δεν έμεινε ούτε ένας κάτοικος που δεν φύτεψε ελαιόδεντρα. Ακόμα και οι βοσκοί που δεν ήθελαν να βλέπουν δέντρα μπροστά τους, σιγά-σιγά απόκτησαν τα δικά τους ελιοχώρια.
Από την ίδρυσή του Τσερίου μέχρι σήμερα, παρουσιάζει σταθερή ανοδική πληθυσμιακή αύξηση και σύμφωνα με την τελευταία απογραφή πληθυσμού (2001), οι κάτοικοι του αριθμούν τις έξι χιλιάδες. Σήμερα, ο αριθμός των μόνιμων κατοίκων υπολογίζεται ότι ανέρχεται στις 9.000. Η έκταση του Τσερίου ανέρχεται στα 2725 εκτάρια και σε αυτή συγκεντρώνονται ή προβλέπεται να συγκεντρωθούν διάφορες χρήσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η κτηνοτροφική περιοχή, η βιομηχανική ζώνη, η βιοτεχνική ζώνη, το πεδίο βολής της Εθνικής φρουράς, το στρατόπεδο, μέρος του σκοπευτηρίου, διάφορα λατομεία, και οι εγκαταστάσεις της Α.Η.Κ. Η ουσιαστική ανάπτυξη του Τσερίου σηματοδοτείται γύρω στο 1976 με τη δημιουργία Οικισμών Αυτοστέγασης για τους εκτοπισμένους. Λόγω της γειτνίασης με την αστική περιοχή Λευκωσίας και συγκριτικά πλεονεκτήματα , σε σχέση με άλλες περιοχές όπως το χαμηλότερο κόστος απόκτησης στέγης, οι γενικότερες συνθήκες διαβίωσης, το φυσικό περιβάλλον και το αίσθημα κοινότητας, δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για την πληθυσμιακή ανάπτυξη και οικιστική εξέλιξη η οποία παρατηρείται από το 2000 μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Στατιστικής Υπηρεσίας, το Τσέρι παρουσίασε το 2010, πληθυσμιακή μεταβολή της τάξης του 63%. Επιπρόσθετα, οι ενδείξεις καταδεικνύουν αναμενόμενη αύξηση του τοπικού πληθυσμού με την εγκατάσταση στην περιοχή κυρίως νεαρών ζευγαριών που θα συμβάλει στη διατήρηση ή/ και μείωση του σχετικά μικρού πληθυσμού (7%) της ηλικιακής ομάδας άνω των 65 ετών. Η έκταση του Τσερίου ανέρχεται στα 2725 εκτάρια περίπου. Το 22,9% καταλαμβάνεται από Οικιστές ζώνες, το 4% από τη Βιομηχανική Ζώνη Αυξημένου Βαθμού Οχληρίας, 0.2% καταλαμβάνει η Βιοτεχνική Ζώνη Περιορισμένου Βαθμού Οχληρής, δύο Κτηνοτροφικές Ζώνες καταλαμβάνουν το 9,4%, το μεγαλύτερο ποσοστό της τάξης του 57,9% καταλαμβάνει η Γεωργική Ζώνη και 5,6% αριθμεί τις Ζώνες Προστασίας. Στις τελευταίες περιλαμβάνονται δύο προστατευμένες περιοχές που περιλαμβάνονται στο Δίκτυο Natura 2000, οι οποίες αφορούν «Αλυκός Ποταμός (περιλαμβανομένου του Αλμυρού Ποταμού) – Άγιος Σωζόμενος».
Τοπογραφικά, το Τσέρι παρουσιάζει ενδιαφέρον λόγω εξάρσεων του εδάφους και ανάπτυξης των οικισμών σε αμφιθεατρική μορφή, αποτελώντας στοιχεία αναγνωρίσιμότητας. Ταυτόχρονα, συνέβαλαν στον τρόπο της γενικότερης ανάπτυξης της κοινότητας, με την ανέγερση σημαντικών για την κάθε εποχή κτισμάτων όπως τα παλαιά δημοτικά Ρούσειο και Ελένειο τα οποία βρίσκονται σε γειτονικούς λόγους εντός του πυρήνα της κοινότητας.
Στην έκταση του Τσερίου περιλαμβάνονται περιοχές για διάφορες χρήσεις πέραν της οικήσεως, όπως για ανάπτυξη της βιοτεχνίας και βιομηχανίας και της κτηνοτροφίας που αντιστοιχούν στις ανάλογες ζώνες. Επιπρόσθετα, συναντάται το πεδίο βολής και στρατόπεδο της Εθνικής Φρουράς, μέρος του Ολυμπιακού Σκοπευτηρίου, διάφορα λατομεία και εγκαταστάσεις της Α.Η.Κ. Οι Οικιστικές Ζώνες καταλαμβάνουν ποσοστό 22,9% της συνολικής έκτασης του Τσερίου και συνθέτουν μια σχεδόν κυκλική ενότητα η οποία αναπτύσσεται γύρω από τον παραδοσιακό πυρήνα, ο οποίος είναι πλήρως αξιοποιημένος οικιστικά. Οι υπόλοιπες οικιστικές περιοχές παρουσιάζουν ανοδική πορεία ανάπτυξης και αξιοποίησης, ενώ κατά μήκος του κύριου οδικού άξονα παρατηρούνται και αναπτύξεις εμπορικές, αναψυχής και ψυχαγωγίας. Η Βιοτεχνική Ζώνη Περιορισμένου Βαθμού Οχληρίας Τσερίου καταλαμβάνει το 0,2% της συνολικής έκτασης και στεγάζει βιοτεχνικά και αποθηκευτικά υποστατικά. Η Βιομηχανική Ζώνη Αυξημένου Βαθμού Οχληρίας εφάπτεται της βασικής αρτηρίας που συνδέει το Τσέρι με τον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας-Λεμεσού, ανατολικά του πυρήνα της κοινότητας και ανέρχεται στο 4% της έκτασης του Τσερίου. Τόσο η βιομηχανική, όσο και η βιοτεχνική περιοχή Τσερίου, παρουσιάζουν συγκριτικά πλεονεκτήματα λόγω της εύκολης οδικής προσπέλασης και της προσβασιμότητας στο αναπτυσσόμενο εθνικό οδικό δίκτυο και δρόμους πρωταρχικής σημασίας οι οποίοι περιβάλλουν την περιοχή. Στην περιοχή Τσερίου περιλαμβάνονται δύο προστατευμένες περιοχές ως Τόποι Κοινοτικής Σημασίας και περιλήφθηκαν στο Δίκτυο Natura 2000. (SCI «Αλυκός Ποταμός (συμπεριλαμβανομένου του Αλμυρού Ποταμού) – Άγιος Σωζόμενος»). Άλλες προστατευμένες περιοχές – Ζώνες Προστασίας – περιλαμβάνονται για την προστασία αργακίων/ ποταμών, απομόνωση της Βιοτεχνικής περιοχής από τις Οικιστικές και για την οπτική και λειτουργική απομόνωση της Βιομηχανικής Ζώνης Αυξημένου Βαθμού Οχληρίας από τις οικιστικές περιοχές. Υπάρχουν δύο κτηνοτροφικές ζώνες εκ των οποίων η μια έχει καταργηθεί τυπικά και λειτουργικά αναμένεται η λήξη των συμβολαίων των κτηνοτρόφων. Η εν λόγω περιοχή, μετετράπηκε σε γεωργική. Ταυτόχρονα, γίνεται προσπάθεια για πλήρη κατάργηση και των δύο. Στη κτηνοτροφική ζώνη επιτρέπεται η ανέγερση υποστατικών για τη μαζική εκτροφή ζώων και πτηνών εξαιρουμένων των χοίρων.
Το Τσέρι ως «νεαρή» σχετικά ιστορικά περιοχή, παρουσιάζει ενδιαφέρον ως προς την εξελικτική του πορεία, με ιστορικούς σταθμούς στη νεότερη και σύγχρονη, κυρίως ιστορία του τόπου και με πρόσφατες ενδείξεις για δείγματα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Οι επιμέρους εξάρσεις του εδάφους, η αμφιθεατρική ανάπτυξη των οικισμών, το παραδοσιακό κέντρο – πυρήνας της κοινότητας με τα παλιά δημοτικά σχολεία Ρούσειο και Ελένειο κτισμένα στους αντικριστούς λόφους, οι διατηρητέες οικοδομές, η στέρνα, η περιοχή «Πλαθκιά» που παρέχει πανοραμική θέα ολόκληρης της πόλης της Λευκωσίας και το οικείο περιβάλλον προβάλλουν τη φιλικότητα του τοπίου και ελκύουν το ενδιαφέρον επισκεπτών που θέλουν να δουν το χωριό «με τα δέκα σπίτια γυμνά που δοξάζουν τον ήλιο» (Μιχάλης Πασιαρδής) και να τραγουδήσουν «το χρυσό μονοπάτι που δένει το φτωχό χωριουδάκι με τον απέραντο κόσμο» (Θεοδόσης Πιερίδης).
Στο Τσέρι εντοπιστήκαν συνολικά τρία Αρχαία Μνημεία, ενώ από το Τμήμα Αρχαιοτήτων δύο αρχαιολογικά ευαίσθητες περιοχές. Τα Αρχαία Μνημεία αποτελούνται από μια κτιστή σκεπαστή κλίμακα (στέρνα) η οποία τοποθετείται χρονικά γύρω στο 300 π.Χ, χώρο και κατάλοιπα της ρωμαϊκής περιόδου, και χώρο και κατάλοιπα αρχαίου νεκροταφείου. Η «Στέρνα» αρχικά είχε ανακαλυφθεί τυχαία το 1949 από κατοίκους της κοινότητας ένα εντυπωσιακό υπόγειο κτίσμα με σκαλοπάτια, το οποίο καταγράφηκε στα αρχεία του Τμήματος Αρχαιοτήτων ως στέρνα της Ρωμαϊκής περιόδου. Το κτίσμα αυτό με τον καιρό γέμισε με χώμα, μέχρι που το 2006, το Τμήμα Αρχαιοτήτων το εντόπισε ξανά και προχώρησε στην κήρυξή του σε Μνημείο. Το 2010 πραγματοποιήθηκαν έρευνες με στόχο να ανασκαφεί το εσωτερικό του κτίσματος για να διαπιστωθεί η ακριβής του χρήση και χρονολόγηση. Οι μέχρι στιγμής έρευνες έχουν αποκαλύψει καμαροσκέπαστη κλίμακα με 40 υπόγεια σκαλοπάτια κατασκευασμένα από ασβεστόλιθο. Η κλίμακα πλαισιώνεται από δύο τοίχους κατασκευασμένους από ογκώδεις λαξευμένους πωρόλιθους συνδεδεμένους με ασβεστοκονίαμα. Η εσωτερική επιφάνεια των τοίχων και της οροφής και οι ενώσεις των σκαλοπατιών είναι επενδυμένα με υδραυλικό κονίαμα, μονωτικό υλικό, ιδιαίτερα ανθεκτικό στην υγρασία. Η οροφή είναι καμαροσκεπής, μήκους 10,10 μ. και κτισμένη από μεγάλους πωρόλιθους λαξευμένους με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία. Μέχρι στιγμής το βάθος του κτίσματος, από την αρχική επιφάνεια του τεμαχίου, φτάνει τα 8,80 μ. Στο γέμισμα της κλίμακας υπήρχαν μικρές ποσότητες κεραμικής που χρονολογείται από την Αρχαϊκή μέχρι και την Παλαιοχριστιανική περίοδο (7ος αι. π.Χ – 7ος αι. μ.Χ.). Ανάμεσα στα ευρήματα είναι και ένα κεφάλι αλόγου και ένα κεφάλι ανδρός, από Αρχαϊκά πήλινα ειδώλια. Κεραμική που χρονολογείται από την Αρχαϊκή μέχρι και την Παλαιοχριστιανική περίοδο συλλέχθηκε και από τον περιβάλλοντα χώρο της ανασκαφής. Η ακριβής χρονολόγηση του υπόγειου κτίσματος θα πραγματοποιηθεί με την ολοκληρώσει οι ανασκαφές και γίνει η απαραίτητη μελέτη των ευρημάτων. Η ανακάλυψη του μνημειακού αυτού κτίσματος, εμπλουτίζει σημαντικά τις γνώσεις μας όσον αφορά στην ιστορία της ανάπτυξης και αξιοποίησης των υδάτινων πόρων σε περιοχές όπως αυτής του Τσερίου, η οποία παρουσιάζει ιδιαίτερες συνθήκες ξηρασίας. Οι κάτοικοι διαχρονικά είχαν να αντιμετωπίσουν τις δυσάρεστες συνέπειες της ανομβρίας και εφάρμοζαν μεθόδους εντοπισμού, συλλογής, αποθήκευσης και μεταφοράς πολύτιμου νερού για ικανοποίηση των αρδευτικών και υδρευτικών τους αναγκών και κατά συνέπεια για τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής τους (Τμήμα Αρχαιοτήτων). Αρχαιολογικά ευρήματα εντοπιστήκαν στην περιοχή Τσερίου από το 1933 όταν ο Γιωρκής Τταραπουλούζης παρέδωσε στο Αρχαιολογικό Μουσείο λίθινη πλάκα που απεικονίζει τον Εσταυρωμένο με τους δύο ληστές, η οποία βρίσκεται στο Μουσείο Λεμεσού. Αργότερα, το 1942 βρέθηκε πήλινο αγαλματίδιο. Άλλα ευρήματα αποτελούνται από γαστριά προερχόμενα από οικισμό της Ελληνιστικής περιόδου, αμφορείς σε νεκρόπολη και απομεινάρια πατώματος πιθανώς βασιλικής εκκλησίας του Μεσαίωνα.
Σύμφωνα με την παράδοση στα πρώτα χρόνια της δημιουργίας της κοινότητας, κτίστηκε ένα μικρό εκκλησάκι αφιερωμένο στην Αγία Άννα. Σήμερα δεν βρίσκονται απομεινάρια της πρώτης εκκλησίας. Το 1882, κτίστηκε στο κέντρο του χωριού ένας αφιερωμένος στους Άγιο Ανδρόνικο και Αγία Αθανασία. Αυτός ο ναός κοσμεί μέχρι σήμερα τον κεντρικό πυρήνα της κοινότητας. Το μύρωμα της εκκλησίας έγινε τον Αύγουστο του 1913,. Επιπρόσθετο του αρχικού κτισίματος είναι το καμπαναριό της εκκλησίας. Ως μεγάλοι ευεργέτες και δωρητές στην εκκλησία των Αγίων Ανδρονίκου και Αθανασίας, μνημονεύονται η ΧατζηΕλένη ΧατζηΜιχαήλ, ο Χρίστος Πιερίδης και η Μαριτσού Χιντή, οι οποίοι προσέφεραν μεγάλα χρηματικά ποσά, για διεκπεραίωση σημαντικών αναγκών του ιερού ναού σε διάφορες χρονικές περιόδους. Πρώτος ιερέας στον ναό υπηρέτησε ο μακαριστός Παπά Γεώργιος, τον οποίο διαδέχτηκαν οι Παπά Σταυρινός, Παπά Μιχαήλ, Παπά Στέφανος, Παπά Δημήτριος, Παπά Κυριάκος Παπά Δημήτριος (υιός) κατά κόσμο Σοφοκλής, Αρχιμανδρίτης Χρύσανθος, ο οποίος καταγόταν από την Πάφο, Παπά Χαράλαμπος, Ιερομόναχος Ανδρέας και οι τωρινοί ιερείς Παπά Μιχαήλ και Παπά Αδάμος. Ερείπια εκκλησίας αφιερωμένης στην Αγία Αικατερίνη βρέθηκαν στο παλιό κοιμητήριο της κοινότητας, το οποίο βρίσκεται σήμερα δίπλα από το νεόκτιστο Ναό Αγίων Κωνσταντίνου και Αγ. Ελένης. Στον χώρο όπου βρέθηκαν τα ερείπια κτίστηκε ένα παρεκκλήσι, το οποίο αγιογραφήθηκε και λειτουργείται τις 25 Νοεμβρίου, ημέρα της Κοιμήσεως της Αγ. Αικατερίνης. Το 2009 ολοκληρώθηκε μεγαλεπήβολος ναός για να καλυφθούν οι θρησκευτικές ανάγκες των κατοίκων της κοινότητας και αφιερώθηκε στους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη. Τα θυρανοίξια του ναού πραγματοποιήθηκαν την 1η Ιανουαρίου το 2010 από τον Πανιερώτατο Μητροπολίτη Ταμασού, Ησαϊα στην παρουσία και του Μητροπολίτη Κωνσταντίας και Αμμοχώστου, κου. Βασιλείου. Εκκλησάκι αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Ελεήμονα, βρίσκεται στον περίγυρο του Πολυδύναμου Κέντρου Εξυπηρέτησης Ηλικιωμένων Τσερίου.